- θηλύτητα
- η (ΑΜ θηλύτης) [θήλυς]1. γυναικείος τρόπος, γυναικεία λεπτότητα2. η θηλυπρέπειανεοελλ.η ικανότητα τού θήλεος να προκαλεί το ερωτικό πάθοςαρχ.1. φύση γυναικεία2. ο φυλετικός χαρακτήρας τού θηλυκού γένους3. φρ. «ἡ θηλύτης τοῡ κάλλους» — η γυναικεία φύση τού κάλλους.
Dictionary of Greek. 2013.