θηλύτητα

θηλύτητα
η (ΑΜ θηλύτης) [θήλυς]
1. γυναικείος τρόπος, γυναικεία λεπτότητα
2. η θηλυπρέπεια
νεοελλ.
η ικανότητα τού θήλεος να προκαλεί το ερωτικό πάθος
αρχ.
1. φύση γυναικεία
2. ο φυλετικός χαρακτήρας τού θηλυκού γένους
3. φρ. «ἡ θηλύτης τοῡ κάλλους» — η γυναικεία φύση τού κάλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θηλύτητα — η 1. γυναικεία φύση, θηλυκότητα. 2. θηλυπρέπεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηλύτητα — θηλύτης womanhood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Самбика — Самбика, самбука (греч. σαμβύκη, лат. sambuca) древнегреческий струнный щипковый инструмент типа треугольной арфы, вероятно, завезённый в Грецию с Ближнего Востока. Большинство авторов описывают самбику как инструмент небольшого размера с… …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”